- προσαναπείθω
- Απείθω εντελώς και επιπροσθέτως κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναπείθω «πείθω, παρακινώ, παρασύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek